Τι φεγγάρι απόψε...

Τι φεγγάρι απόψε...

Αύγουστος 18, 2016 - 21:00
1 σχόλια

Έξι ποιήματα και ένα τραγούδι για μια νύχτα με φεγγάρι

Το φεγγάρι συγκινεί. Το φεγγάρι μας κάνει να ονειροπολούμε. Το φεγγάρι μας πειράζει. Το φεγγάρι στα σκοτεινά δωμάτια δείχνει το άλλο πρόσωπο των πραγμάτων και κάνει τις σκιές να «μακραίνουν μες στο σπίτι». Το φεγγάρι, το καταφύγιο των ερωτευμένων. Και η καταδίκη τους.

Επειδή «έλεος δεν έχει τούτο το φεγγάρι». Ολόγιομο και ανίκητο απόψε, 18 Αυγούστου, πλανάται την πλάνη μας και μας πλανεύει με τη λαμπερή του χλωμάδα και την εγγύτητά του στη γη μας.

Το φεγγάρι από αύριο θα μικραίνει «σαν ζωντανό σφουγγάρι» και η μεγαλύτερη πανσέληνος του χρόνου θα έχει περάσει. Αλλά απόψε, ας θυμηθούμε έξι ποιήματα και ένα τραγούδι στη χάρη του και ας είναι «πανσέληνος ο έρωτας».

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, ο μονόλογος του Φεγγαριού, «Ο ματωμένος γάμος»

Είμ` ένας κύκνος στρογγυλός μες το ποτάμι, είμ` ένα μάτι στα ψηλά καμπαναριά,
και μες στις φυλλωσιές φαντάζω ψεύτικο φως της χαραυγής.
Κανείς δε μου γλυτώνει εμένα!
Ποιος κρύβεται; Ποιανού το κλάμα γροικιέται μες στο χέρσο κάμπο;

Ένα μαχαίρι έχω κρεμάσει μες στον ανταριασμένο αγέρα,
που λαχταράει, μολύβι τώρα, πόνος να γίνει μες στο αίμα.
Ανοίχτε μου να μπω! Παγώνω στους τοίχους και στα παραθύρια.
Μια στέγη ανοίχτε, μια καρδιά, να μπω να ζεσταθώ λιγάκι!

Αχ, πώς κρυώνω! Οι στάχτες μου –μέταλλα κοιμισμένα–
ψάχνουν σε κάμπους και βουνά της φλόγας την κορφή να βρούνε.
Όμως το χιόνι με κουβαλάει στις χαλαζένιες τις πλάτες του,
και με βυθίζει όλο παγωνιά στα χαλκοπράσινα βαλτονέρια.

Μα τούτη τη νύχτα θα βαφτούν τα μάγουλα μου κόκκινο αίμα,
και τ` άγρια βούρλα θα ζαρώσουν κάτου απ` τα πέλματα του αγέρα.
Ίσκιο δε θα `βρουν και φυλλωσιά για να γλιτώσουν από μένα!
Θέλω μονάχα μια καρδιά! Ζεστή!

Το αίμα της να βάψει τα κρύα βουνά τα στήθια μου.
Αφήστε με να μπω, αχ, αφήστε!

Ίσκιους δε θέλω. Οι αχτίδες μου πρέπει να μπουν, και μέσα
στα κατασκότεινα κλαριά το φως μου πρέπει να κυλήσει,
για να βαφτούν τη νύχτα τούτη τα μάγουλα μου αίμα γλυκό,
και τα άγρια βούρλα να ζαρώσουν κάτου απ` τα πέλματα του αγέρα.
Ποιος κρύβεται; Να `βγει έξω είπα!

Κανείς δε μου γλυτώνει εμένα!
Θε να τα` αστράψω τα` άλογο με διαμαντένιο πυρετό.
...
Ο αγέρας γίνεται κοφτερός σα δίκοπο μαχαίρι.

Ναπολέων Λαπαθιώτης «Νυχτερινό»

Ένα φεγγάρι πράσινο, μεγάλο,
που λάμπει μέσ’ τη νύχτα -τίποτ᾿ άλλο.

Μια φωνή γρικιέται μέσ᾿ το σάλο
και που σε λίγο παύει -τίποτ᾿ άλλο.

Πέρα μακριά, κάποιο στερνό σινιάλο
του καραβιού που φεύγει -τίποτ᾿ άλλο.

Και μόνον εν παράπονο μεγάλο
στα βάθη του μυαλού μου. -Τίποτ’ άλλο.

Γιάννης Ρίτσος, «Η σονάτα του σεληνόφωτος» (απόσπασμα)

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! 
Εἶναι καλό τό φεγγάρι, — δέ θά φαίνεται 
πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου. Τό φεγγάρι 
θά κάνει πάλι χρυσά τά μαλλιά μου. Δέ θά καταλάβεις.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
 
Ὅταν ἔχει φεγγάρι μεγαλώνουν οἱ σκιές μές στό σπίτι, 
ἀόρατα χέρια τραβοῦν τίς κουρτίνες,
ἕνα δάχτυλο ἀχνό γράφει στή σκόνη τοῦ πιάνου
λησμονημένα λόγια — δέ θέλω νά τ' ἀκούσω. Σώπα.
 
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου
λίγο πιό κάτου, ὥς τή μάντρα τοῦ τουβλάδικου, 
ὥς ἐκεῖ πού στρίβει ὁ δρόμος καί φαίνεται
ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μέ φεγγαρόφωτο,
τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη

τόσο θετική σάν μεταφυσική
πού μπορεῖς ἐπιτέλους νά πιστέψεις πώς ὑπάρχεις καί δέν ὑπάρχεις
πώς ποτέ δέν ὑπῆρξες, δέν ὑπῆρξε ο χρόνος κ' ἡ φθορά του.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Γιώργος Σεφέρης, «Τελευταίος σταθμός»

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,

πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη·
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε

σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαριά μια νάρκη.
Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χαράξει
σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια

στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της πλερωμής κι ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι·
σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη

μιας φθινοπωρινής μπόρας, το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.
Σιωπές αγαπημένες της σελήνης. *
Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης, ένας τρόπος

ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς, σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν’ ανοίξεις τη καρδιά σου

μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.
Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη τη Συρία·
το κρατίδιο
της Κομμαγηνής που ’σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας, *

και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες

καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.
Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θα ’λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μοναχά κακές συνήθειες, δόλο και απάτη, *

ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους·
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο·
χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας

και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν·
σαν έρθει ο θέρος

προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι·
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύουνται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,

σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τί θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.
Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.

Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ίσως και να ’θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει,

να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες και νύχτες

είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν·

ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες·
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη

δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει·
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος. *
Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης

που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας· «Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε…»

Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.

Γιάννης Βαρβέρης, «Φεγγάρια πανσελήνου»

Κάποια γυναίκα όλο κοιτά φεγγάρια Πανσελήνου.

Εσύ είσαι όρος/ όταν θεριεύει ύψος
μυρίζει μέλλον φθινοπωρινό/ απαλό της μνήμης.
Σε ζωογονούνε/ ήλιος/ μ’ όσους πυρπόλησε η σκιά
θάλασσα/ με τα παγωμένα χαμόγελα στο βυθό
κι ο άνεμος/ που μας πετάει βότσαλα ευτυχίας.

Όμως κοιτάς φεγγάρια Πανσελήνου.

Μα εσύ είσαι όρος./ Ρίξε τα ξύλα και νερά σου κρουνηδόν
πάνω στα χορταράκια/ και στα πεπρωμένα/ της πανίδας
με το καλό/ με τον καιρό/ γίνε πεδιάδα
και τότε τόλμησε και τότε κοίτα.

Γυναίκα ήταν και κοίταζε φεγγάρια Πανσελήνου.

Βύρων Λεοντάρης, «Έλεος δεν έχει τούτο το φεγγάρι»

 Έλεος δεν έχει τούτο το φεγγάρι
απλώνει απλώνει αδιάκοπα στο δέρμα του καλοκαιριού
πήζει τον ουρανό πήζει τον άνεμο
κερώνει την καρδιά και τις χαραματιές της θύμησης
και τα σκιαγμένα πρόσωπα ψηλά στις πολεμίστρες….

Πεσμένοι πάνω στα καμένα βράχια με το θρυμματισμένο
πρόσωπο της ανταρσίας αναστραμμένο στο αύριο
μ’ ένα τραγούδι αλλουλούδιστο στα μάτια μας
με τα κεραυνωμένα χέρια σωριαστά
κι απ’ τα χαλαρωμένα δάχτυλα φευγάτα όλα τα ελάφια
πόσες φορές θα σκοτωθούμε ακόμα;

Το αίμα στο αίμα πάνω πέτρωσε δεν δίνει πια χρησμό
άδειος εδιάβηκε ο καιρός χωρίς κανένα θάμα…
πεσμένοι πάνω στα καμένα βράχια
πόσες φορές θα σκοτωθούμε ακόμα
ρωτώντας πάντα αμετανόητα ρωτώντας πού τραβάει
αυτός ο δρόμος πού περνάει
ανάμεσα σε σκοτωμένους και φονιάδες.

Ε.Γ.

Ειδήσεις: 
Video: 

Χάρις Αλεξίου - Πανσέληνος ο έρωτας


Υπάρχει 1 Σχόλιο

Electric Litany: ΤΕΑR (Εισαγωγή από την Σονάτα)

Προσθήκη νέου σχολίου

Το ArcadiaPortal.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά, συκοφαντικά σχόλια και διαφημίσεις. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.